-
1 σῴζω
σῴζω, with ι wherever ζ follows ω, as σῴζω, EM741.27, and so (written σωιζ-) in Inscrr. and Papyri down to iii B.C., e.g. IG12.625.4, 22.687.35, 1611.378, Isyll.75 (lapis), PCair.Zen.482.17, 532.23 (iii B.C.), Test.Epict. 1.6 (iii/ii B.C.), ([etym.] ἀνα-) IG22.492.13, also in cod. Laur. of S.El. 993, al., but otherwise without it, e.g.Aἔσωσε IG9(2).257.11
(Thess., v B.C.); but Didym. (and many Hellenistic and later Inscrr. and Papyri) rejected the ι everywhere, v. EMl.c., and on the other hand Inscrr. show σῳς- (always written σωις- ) from v B.C.,ἔσῳσεν IG12.1085.5
, 22.1236.6,συνδιασῴσαντες GDI1612.9
(Dyme, iii B.C.), σῴσαι ([ per.] 3sg. opt.) IG5(2).357.152 (Stymphalus, iii B.C.), (Canopus, iii B.C.), cf. PPetr.3p.72 (iii B.C.); σοζ[, i.e. σωζ[, occurs in IG12.590: [tense] fut. , Th.1.137, etc.; early [dialect] Att.σωῶ IG12.188.30
: [tense] pf. σέσωκα, also σέσῳκα, v. ἀνασῴζω:— [voice] Med., [tense] fut. , ([etym.] ἐκ-) A.Pers. 360, ([etym.] δια-) X.Cyr.4.2.28: [tense] aor. :—[voice] Pass., [tense] fut.σωθήσομαι Th.5.111
, Ar.Nu.77, Hp.Prog.1, etc.: [tense] aor.ἐσώθην Th.1.110
, al., SIG167.37 (Mylasa, iv B.C. ) ( ἐσώσθην only in Hsch.): [tense] pf.σέσωσμαι A.Th.
[ 821 ( 820) ], , D.56.33,σεσώσμεθα S.Tr.83
, etc.; but , cf. 110a,σεσωμένος PCair.Zen.331.8
(iii B.C.); said to be [dialect] Att. by Phot.; διασεσῳμένους is found in IG22.435.11 (after 336 B.C.) and διασεσῳμένοι in PCair.Zen.240.11 (iii B.C.); laterσέσῳσται IG12(7).386.25
(Amorgos, iii B.C.).--The foll. forms are found in Hom. and dialects,1 [tense] pres. part.σώζων Od.5.490
; [ per.] 3sg. ind. or opt. σώζει ([etym.] - οι) Hes.Op. 376 (v.l. for εἴη): [tense] pres. part. [voice] Pass. σωζόμενοι ([etym.] - ομένοισι) Thgn.68, 235 (s.v.l.).2 from [full] σᾰόω, [ per.] 3sg.σαοῖ Thgn. 868
, Call.Del.22, etc.; [ per.] 3pl.σαοῦσι Tyrt.11.13
; [ per.] 2sg. imper.σάου h.Hom.13.3
, Call.Epigr.35 (as v.l.), etc.: [tense] fut.σαώσω Il.10.44
: [tense] aor.ἐσάωσα 21.611
, Pi.Fr. 231: [tense] aor. inf. [voice] Pass.σαωθῆναι Il.15.503
, Od.10.473; imper.σαωθήτω Il.17.228
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἐσάωθεν Od.3.185
: [tense] fut. [voice] Med.σαώσομαι 21.309
.3 from [full] σάωμι, [dialect] Aeol. [ per.] 2sg.σάως Alc.73
(fort. σάῳς); [ per.] 2sg. imper.σάω Od.13.230
, 17.595, Call. l.c., etc.: σάω as [ per.] 3sg.[tense] impf., Il.16.363, 21.238.4 from [full] σώω, part.σώοντες Od.9.430
; [dialect] Ion. [tense] impf.σώεσκον Il.8.363
; σώετε, σώεσθαι, A.R.4.197, 2.610.5 from [full] σόω, subj. σόῃς, -ῃ, -ωσι, Il.9.681, 424, 393 vulg., where Tyrannio ap.Hdn.Gr.2.66 reads σοῷς, σοῷ, σοῶσι; in 9.681 Aristarch. read both σαῷς and σοῷς; the forms σοῷς, σοῷ perh. arise from σαόω, by contraction and 'distraction': but σόωσι from σώωσι acc. to Hdn.Gr.l.c.; Hsch. cites also σόεις, σοῦται as = σώζεις, σώζεται.6 [dialect] Lacon. [full] σωάδδει· παρατηρεῖ, Hsch.: but also [suff] σχολι-σοΐδδω, [tense] aor. ἀπέσοιξεν· ἀπέσωσεν, Λάκωνες, Id.7 σωννύω, Dinol.5:—save, keep,1 of persons, save from death, keep alive,σώοντες ἑταίρους Od.9.430
;ζωοὺς σάω Il.21.238
;ὄτ' ἄσφ' ἀπολλυμένοις σάως Alc.73
, cf. Th.1.91, X.An.3.1.38;πόδες καὶ γοῦνα σ. τινά Il.21.611
; νὺξ στρατὸν ς. 9.78; spare, Od.22.357:—[voice] Pass., to be saved, kept alive, preserved, opp. ἀπολέσθαι, Il.15.503, Od.3.185, etc.;ἀγαπητῶς σεσωσμένους Lys.16.16
; keep a whole skin, escape destruction,οἱ σωθησόμενοι Pl.Tht. 176d
; so in [tense] pres. σωζόμενος, Thgn.68, 235 (s.v.l.); to be healed, recover from sickness, Hp.Coac. 136, Is.1.10 (dub. l.);ὑγιαίνοντες καὶ σωζόμενοι IG22.1028.89
(i B.C.); σώζεο, as a wish, God bless you, farewell, Call.Del. 150, AP5.240 (Paul. Sil.), 9.372; σώζοισθε ib.171 (Pall.); also, save oneself, escape, ; μόγις or μόλις σῴζεσθαι escape with difficulty, Id.Ep. 332c, D.S.2.48, etc.; χαλεπῶς ς. Thgn.675.b esp. in NT, of God or Christ, 1 Ep.Cor.1.21, etc.;σ. τὸ ἀπολωλός Ev.Luc.19.10
;σ. τὸν κόσμον Ev.Jo.12.47
:—freq. in [voice] Pass., to be saved or in a state of salvation, Ev.Matt.19.25, etc.;οἱ σῳζόμενοι Ev.Luc.13.23
, Act.Ap.2.47.2 of things, keep safe, preserve, rare in Hom.,σάω μὲν ταῦτα, σάω δ' ἐμέ Od.13.230
;σπέρμα πυρὸς σώζων 5.490
; πόλιν καὶ ἄστυ ς. Il.17.144;σαώσει Ἀργείους καὶ νῆας 10.44
, cf. 9.230: freq. in Trag. and [dialect] Att.,σ. φάρμακον S.Tr. 686
; ; τὰ σκεύη, παῖδας οἶκον χρήματα, καρπούς, Ar. Pax 730 (anap.), Av. 380 (troch.), 1062 (lyr.); τὰ πατρῷα, τὰ ὑπάρχοντα, Id.Th. 820 (lyr.), Th.1.70; σ. πόλιν preserve the city or the state, Hdt.8.34, A. Th. 749 (lyr.), S.Ant. 1058, Pl.R. 417a, cf. Grg. 512b, etc.;τὰ πράγματα Th.1.74
;τὴν Ἑλλάδα Ar.Lys. 525
(lyr.); τὰς πολιτείας, τὴν δημοκρατίαν, etc., Arist.Pol. 1309b15,36; τόνδε γὰρ [λόγον] σῴζων keeping it secret, A.Pr. 524, cf. S.OC 1530; σ. καιρόν save or recover an opportunity, D.19.6, cf. 23.4:—[voice] Med., keep or preserve for oneself,τὴν εὐλάβειαν S.El. 993
, cf. E.Alc. 146, etc.;αὐτὸς αὑτῷ σ. τι Ar.Ec. 402
, cf.Eq. 1017 (hex.):—[voice] Pass., τὸ ἄπραγμον οὐ σῴζεται is not secure, Th.2.63; ἡ.. πόλις οὐκ ἂν ἐσῴζετο; Ar.Ec. 219; to be preserved or extant, of books, Longin. ap. Porph.Plot.20, Gal.15.705, D.C.70.2.3 keep, observe, maintain laws, etc.,σ. ἐφετμάς A.Eu. 241
;τὸν παρόντα νοῦν Id.Pr. 394
;τοὺς καθεστῶτας νόμους S.Ant. 1114
, cf. Arist.VV 1250b17;τοὺς σοὺς λόγους E.Hel. 1552
; τὸ μόρσιμον ib. 613; (ii A.D.); confirm,τὸ τοῦ ποιήσαντος Arist.Mu. 400b24
, cf. Antig.Mir.45 ([voice] Pass.); πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν to retain the observed facts, Procl.Hyp.5.10; κατὰ ποσὸν σῴζει τὴν πρὸς τὸ μῶλυ ἐμφέρειαν retains, i.e. does not lack, a certain resemblance to.., Dsc.3.46, cf. 98, Sor.Fasc.8:—[voice] Pass., to be maintained,τοῦ μήκους σῳζομένου Arist.Mete. 386a2
;ἐφ' ᾧ τοῖς θεοῖς τὰ ἱερὰ σωθήσεσθαι PHib.1.77.7
(iii B.C.).4 keep in mind, remember, E.Hel. 266, Pl. R. 486c: more freq. in [voice] Med.,παρῆκα θεσμῶν οὐδέν, ἀλλ' ἐσῳζόμην.. ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν S.Tr. 682
, cf. El. 1257;μηδ' ἂ ἔμαθε σῴζοιτο Pl.R. 455b
; in full, (lyr.), cf. Pl.Grg. 501a, Tht. 163d.II Constr.:1 simply c. acc., v. supr.2 with a sense of motion to a place, bring one safe to,τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.452
;ἐς ὅμιλον Il.19.401
;πόλινδε 5.224
, etc.; ;εἰς τὴν βασιλείαν τὴν ἐπουράνιον 2 Ep.Ti.4.18
:—[voice] Pass., come safe to a place,σωθέντος ἐμεῦ ὀπίσω ἐς οἶκον Hdt.4.97
, cf. 9.104;πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι A.Pers. 737
; ;οἴκαδε X.HG1.6.7
; σῴζεσθαι ἐπὶ τὴν ὑμετέρην [χώρην] Hdt.5.98;ἐς δόμους σωθέντ' S.Tr. 611
;σωθῶμεν ἐπὶ θάλατταν X.An. 6.5.20
: c. dat. pers.,μόλις ὔμμιν ἐσώθην Theoc.15.4
.3 σ. τινὰ ἐκ φλοίσβοιο, ἐκ πολέμου, carry off safe, rescue from.., Il.5.469, 11.752;ἐκ ποταμοῖο 21.274
;ἐκ θανάτοιο Od.4.753
;ἐκ πολλῶν πόνων S.El. 1356
;ἀπὸ στρατείας A.Ag. 603
;διὰ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι X. An.5.5.8
: c. gen., σώσας ἐχθρῶν χθόνα having rescued it from them, S.Ant. 1162;σῶσαί τινα κακοῦ Id.Ph. 919
;σεαυτὸν νούσου Ath.Mitt. 56.124
([place name] Smyrna);σωθῆναι κακῶν E.Or. 779
.--Both constructions may be combined,σ. τινὰ ἐκ πολέμοιο νῆας ἔπι Il.17.452
;ἐκ π. μετὰ νῆας 12.123
;ἐξ Αἰγίνης δεῦρο Pl.Grg. 511d
.4 c. acc. et dat. pers., save for another,υἷά τινι Od.4.765
;ἡμῖν τὸν βίον Pl.Prt. 356e
, etc.:— [voice] Pass.,σῴζεταί τί τινι Ar. Pax 1022
, X.An.7.7.56.6 c. part., σῴζεσθαι φεύγοντες by flight, X.Cyr.3.3.51.7 abs., τὰ σώσοντα what is likely to save, D.6.5; ἡ σῴζουσα [ψῆφος] Luc.Harm.3.b σώζων, ὁ, Saviour, of a god, JRS14.28 ([place name] Iconium); epith. of Apollo, CR19.368 ([place name] Sizma).c σῴζουσα, ἡ, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.
См. также в других словарях:
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek